ευγενεσία

ευγενεσία
η
βιολ. διασταύρωση μεταξύ διαφόρων φυλών τών οποίων οι απόγονοι είναι απεριορίστως γόνιμοι, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με άτομα συγγενών φυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γενεσία (< γένεσις). Πρόκειται για μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. eugenesis)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”